τετρασχιδής

τετρασχιδής
τετρα-σχῐδής, ές, only in Adv. -δῶς, =
A quadripertito, Dosith.p.412 K.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τετρασχιδής — ές, Α (μόνο στο επίρρ.) τετρασχιδῶς τετραπλώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σχιδής (< σχίζω*), πρβλ. πολυ σχιδής] …   Dictionary of Greek

  • τετρασχιδῶς — τετρασχιδής quadripertito adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”